κιθαριστήριος

κιθαριστήριος
κιθαριστήριος, αὐλοί, mit denen die Zither begleitet wird

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιθαριστήριος — κιθαριστήριος, ία, ον (Α) [κιθαρίζω] 1. (για αυλό) αυτός που χρησιμοποιείται για να συνοδεύει την κιθάρα 2. το ουδ. ως ουσ. τo κιθαριστήριον πάπ. η εκτέλεση μελωδίας σε κιθάρα …   Dictionary of Greek

  • κιθαριστηρίων — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. fem gen pl κιθαριστήριος used to accompany the cithara. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστήριον — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. masc acc sg κιθαριστήριος used to accompany the cithara. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστηρίους — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστήρια — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστήριοι — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”